σεύομαι

σεύομαι
σεύομαι
Grammatical information: v.
Meaning: `to charge in, to huddle, to hurry, to hasten, to chase', act. `to chase (away), to rush, to incite' (ep. poet. Il., also [συθῆ, ἐσύθη] Hp., Aret.).
Other forms: also (B., hell. epic) σεύω, aor. ἐσσύμην, ἔσσυτο, σύτο; ἐσ(σ)ύθην, σύθην, σύθι; also σεύατο, ἐσσεύαντο, act. ἔσσευα, σεῦα, perf. ἔσσυμαι, ptc. ἐσσύμενος (on the acc. Chantraine Gramm. hom. 1, 190), 3. pl. σεσύανται H., verbaladj. ἐπί-σσυτος.
Compounds: Also with prefix, esp. ἐπι-.
Derivatives: Beside it, rather deverbative than denominative, *σοϜ-έομαι \> *σοϜοῦμαι in σοῦμαι, σοῦνται, ipv. σοῦ, inf. σοῦσθαι (trag.), Dor. σοώμην, σῶμαι a. o. (H.), perf. ptc. ἐσσοημένον (H.). Act. ipf. 3. sg. σόει (B.); s. Wackernagel KZ 25, 277 = Kl. Schr. 1, 221 (diff. Schwyzer 679 with Schulze: denom. from *σοϜόο-μαι; cf. σοῦς below). With lengthened grade σώοντο, σωομένους (A.R.); after the synonymous ρΏώοντο (s. ῥώομαι)? Unclear σεῦται (S. Tr. 645, lyr.); spoiled from σοῦται (Elmsley) or analog. after σεύομαι? -- Nominal derivv.: 1. As 2. member: αὑτό-σσυτος `self-sped' (A., S.); often -σ(σ)όος, e.g. λαο-σσόος `inciting the men' (Hom. a.o.); but δορυ-σσόος to σείω, νηο-σσόος to σῴζω (s. vv.). 2. σοῦς (from *σόϜος) m. `(fast, upward) movement' (Democr., Lacon. after Pl. Cra. 412b, H.). 3. ὑποσευαντήρ m. `expeller (of the plague)', surn. of Apollon (metr. inscr. Callipolis: ὑπο-σεύω; after λυμαν-τήρ [: λυμαίνομαι] a. o.; cf. Weinreich Ath. Mitt. 38, 64). 4. On σῶτρον s. ἐπίσσωτρον; on πανσυδί and ἐπασσύτερος s. vv. Cf. also τευμάομαι and τευτάζω.
Origin: IE [Indo-European] [538] *ki̯eu̯- `be\/put in movement'
Etymology: The maintenance of the ευ-diphthongs in σεύομαι etc. is to be explained as epic archaism (Wackernagel l.c., Schwyzer 745 w. n. 4, Chantraine Gramm. hom. 1, 158 f.), the aor. ἔσσευ-α can go back on an athematic formation (Schwyzer l.c. w. reference of other interpretations, Chantraine 1, 385). -- Old inherited poetic verb with agreements in Indo-Iranian and Armenian. With σεύομαι, σεύεται agree exactly Skt. cyávate, Av. šyavaite `move (oneself), put oneself in movement', IE *ki̯éuetoi; with -σσυτος as well Skt. cyutá- `moved' and Av. fra-sūta- `come in movement' (length of the ū secondary); also *σοϜέομαι in σοῦμαι may be formally equated with the Skt. causative cyāváyate. The Arm. aor. č'og-ay (pres. ert`am) `I went', seemingly with o-grade, IE *ki̯ou-, must be deverbative or denominative. -- Cf. also κινέω and κίω. WP. 1, 363, Pok. 538, Mayrhofer s. cyávate; older lit. also in Bq.
Page in Frisk: 2,694-695

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σεύομαι — σεύω put in quick motion aor subj mid 1st sg (epic) σεύω put in quick motion pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …   Dictionary of Greek

  • λαοσσόος — (I) λαοσσόος, ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α) 1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῡσα προσωνυμία τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»),… …   Dictionary of Greek

  • Σευΐδαι — οἱ, Α οπαδοί τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεύομαι «ορμώ» + επίθημα ίδης] …   Dictionary of Greek

  • εύσωτρος — εὔσωτρος, ον και επικ. τύπος ἐϋσσωτρος, ον (Α) (για άμαξα) αυτός που έχει καλά σώτρα, τροχούς σε καλή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώτρον «κυκλικό, περιφερειακό τμήμα τού τροχού» (< σεύομαι «ορμώ»)] …   Dictionary of Greek

  • θεόσσυτος — και θεόσυτος, ον (Α) ο θεόσταλτος («θεόσσυτον χειμῶνα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + (σ)συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. ανά σσυτος, επί σσυτος] …   Dictionary of Greek

  • κατασεύομαι — (Α) 1. φέρομαι ή ορμώ προς τα κάτω («κῡμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ.) 2. ορμώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σεύομαι «ορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • κυνοσσόος — κυνοσσόος, ον (Α) αυτός που παρακινεί τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. ιππο σσόος, κεμαδο σσόος] …   Dictionary of Greek

  • λαβρόσυτος — λαβρόσυτος, ον (Α) αυτός που ορμά με μανία, με θυελλώδη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. θεό συτος] …   Dictionary of Greek

  • λιθοσσόος — λιθοσσόος, ον (Α) αυτός που διώχνει ή καταδιώκει κάποιον λιθοβολώντας τον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + σσόος (< σεύομαι «καταδιώκω, παρακινώ»), πρβλ. δορυ σσόος] …   Dictionary of Greek

  • μετασεύομαι — και επικ. τ. μετασσεύομαι (Α) 1. σπεύδω μετά από κάποιον ή πίσω από κάποιον, συνοδεύω κάποιον με σπουδή ή παρακολουθώ κάποιον σπεύδοντας («πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω ή ορμώ εναντίον κάποιου ή πίσω από κάποιον, καταδιώκω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”